Σάϊτάς

Σάϊτάς
Βουνό (υψόμ. 1.814 μ.) της Πελοποννήσου στα όρια των νομών Αχαΐας, Κορινθίας και Αρκαδίας, νότια προέκταση του Χελμού. Ταυτίζεται με το αρχαίο όρος Όρυξις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαίτας — σαίτᾱς , σαίτης a liquid measure masc acc pl σαίτᾱς , σαίτης a liquid measure masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • μασούρι — το 1. το κυλινδρικό εξάρτημα τής σαΐτας τού αργαλειού ή τής ραπτομηχανής γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, αλλ. καρούλι 2. καθετί που έχει το σχήμα ή μοιάζει με αυτό το όργανο («ένα μασούρι κανέλα» 3. πηνίο, κουβαρίστρα 4. στήλη με κέρματα ή… …   Dictionary of Greek

  • πήνη — ἡ, Α 1. ο μίτος, το νήμα που τυλίγεται στο μασούρι τής σαΐτας τού αργαλειού, το υφάδι που διαπλέκεται με το στημόνι τού υφάσματος που υφαίνεται 2. στον πληθ. αἱ πήναι το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», Ευρ.) 3. το πηνίο, το μασούρι.… …   Dictionary of Greek

  • πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σαΐτεμα — και σαΐττεμα και σαγίτ(τ)εμα, το, Ν [σαϊτ(τ)εύω / σαγιτ(τ)εύω] το ρίξιμο τής σαΐτας, εκτόξευση βέλους …   Dictionary of Greek

  • σαϊτιά — και σαϊττιά και σαγιτ(τ)ιά, η, Ν 1. εκτόξευση σαΐτας 2. χτύπημα με σαΐτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”